Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικοί δείκτες επίδοσης για την ενεργειακή συμπεριφορά κτιρίων του τριτογενούς τομέα. Η ανάλυση βασίζεται σε δεδομένα που προκύπτουν από δυο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη και πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία για την αποτύπωση της ενεργειακής συμπεριφοράς των κτιρίων είναι η ανάλυση των δεδομένων που περιλαμβάνονται στα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΠΕΑ), τα οποία συγκεντρώνονται στην επίσημη βάση των πιστοποιητικών της πλατφόρμας buildingcert. Τα διαθέσιμα δεδομένα των ΠΕΑ περιορίζονται στα γενικά χαρακτηριστικά του κτιρίου (π.χ. χρήση, χρονική περίοδος κατασκευής, νομός, συνολική και θερμαινόμενη επιφάνεια), και στα αποτελέσματα των ενεργειακών υπολογισμών (π.χ. ενεργειακή κλάση, πρωτογενής ενέργεια και εκπομπές CO2). Αρχικά γίνεται ένας ποιοτικός έλεγχος των διαθέσιμων στοιχείων για τυχόν λανθασμένες, μη πλήρεις ή ακραίες τιμές, ώστε να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα των συμπερασμάτων. Στη συνέχεια, τα δεδομένα αναλύονται για την εξαγωγή δεικτών επίδοσης των κτιρίων τόσο συνολικά όσο και για τις τελικές χρήσεις στις διαφορετικές χρήσεις κτιρίων.
Η δεύτερη προσέγγιση βασίζεται στην επεξεργασία των στοιχείων που συγκεντρώνονται κατά τις ενεργειακές επιθεωρήσεις κτιρίων για την έκδοση των ΠΕΑ. Τα αναλυτικά δεδομένα περιλαμβάνουν πληροφορίες για το κτίριο (τοποθεσία, προσανατολισμός), λεπτομέρειες για τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά (επιφάνειες, συντελεστή θερμοπερατότητας) και τα χαρακτηριστικά των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων (συστήματα, αποδόσεις, πηγές ενέργειας). Αυτά τα αναλυτικά δεδομένα επιτρέπουν ένα διαφορετικό, λεπτομερέστερο και αναλυτικότερο ποιοτικό έλεγχο των διαθέσιμων στοιχείων. Τα ελεγμένα δεδομένα χρησιμοποιούνται με τον υπολογιστικό πυρήνα του ΤΕΕ-ΚΕΝΑΚ για τον υπολογισμό της ενεργειακής απαίτησης, της τελικής και πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας του κτιρίου, για τις επιμέρους τελικές χρήσεις και για ολόκληρο το κτίριο.
Στη συνέχεια υπολογίζονται οι δείκτες ενεργειακής επίδοσης που προκύπτουν από τις δύο αυτές προσεγγίσεις, αξιοποιώντας τις δύο διαφορετικές βάσεις δεδομένων. Η σύγκριση των μέσων τιμών, διακυμάνσεων και στατιστικών κατανομών των δεικτών γίνεται με τη χρήση παραμετρικών και μη-παραμετρικών μεθόδων. Σκοπός είναι να αναδειχθούν οι όποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο προσεγγίσεων και να διερευνηθεί η ανάγκη ανάπτυξης μιας διαδικασίας που θα είναι εύκολο να εφαρμοσθεί και θα επιτρέπει τον προσδιορισμό αξιόπιστων δεικτών επίδοσης.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το περιοδικό γίνετε συνδρομητές.