Παραδοσιακά η εκτίμηση του φυσικού φωτισμού στο εσωτερικό των κτιρίων πραγματοποιούνταν με την χρήση των Παραγόντων Φυσικού Φωτισμού (ΠΦΦ). Ο ΠΦΦ ορίζεται σαν ο λόγος του φωτισμού στο εσωτερικό προς τον φωτισμό στο εξωτερικό (χωρίς εμπόδια) κάτω από συνθήκες πλήρως νεφοσκεπούς ουρανού. Είναι ένας απλός δείκτης με κύριο πλεονέκτημα την απλότητα του υπολογισμού του και την δυνατότητα να επαληθευθεί με πραγματικές μετρήσεις. Αυτή όμως η απλότητα δημιουργεί και τα μειονεκτήματά του. Λόγω αζιμουθιακής συμμετρίας της κατανομής λαμπρότητας στον ουράνιο θόλο ο ΠΦΦ δεν εξαρτάται από τον προσανατολισμό (αν και έχουν προταθεί συντελεστές διόρθωσης). Έτσι π.χ. σε νότιου προσανατολισμού προσόψεις, ο σχεδιασμός μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο μέγεθος υαλοπινάκων αυξάνοντας έτσι και τα ηλιακά κέρδη κατά την διάρκεια των θερινών μηνών.
Όπως προαναφέρθηκε, λόγω της ευκολίας υπολογισμού του, ο ΠΦΦ εξακολουθεί και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα έχοντας υιοθετηθεί σαν δείκτης σχεδιασμού από ευρωπαϊκούς κανονισμούς (EN 15193-1, EN 17037) και φυσικά σε εθνικές οδηγίες ή συστήματα περιβαλλοντικής και ενεργειακής αξιολόγησης κτιρίων. Η χρήση του αντιπροσωπεύει το «χειρότερο σενάριο» συνεπώς η εξοικονόμηση ενέργειας που υπολογίζεται μπορεί να είναι στην πράξη μεγαλύτερη.
Λόγω της αύξηση της υπολογιστικής ισχύος των Η/Υ έγινε δυνατός ο υπολογισμός των ωριαίων τιμών φωτισμού με την βοήθεια κλιματικών αρχείων. Μια χρονοσειρά όμως ωριαίων τιμών φωτισμού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα σαν δείκτης σχεδιασμού. Έτσι προτάθηκαν (ClimaticBasedDaylightModelling, CBDM) η αυτονομία φωτισμού (ΑΦ, ποσοστό ωρών λειτουργίας στο οποίο ο φωτισμός είναι μεγαλύτερος από κάποιο όριο) και οι χρήσιμες τιμές φωτισμού (ποσοστό ωρών στο οποίο ο φωτισμός είναι μεγαλύτερος από ένα κάτω όριο και μικρότερος από ένα άνω όριο (π.χ.3000lx).
Η μεγάλη αλλαγή πραγματοποιήθηκε με τον Αμερικανικό κανονισμό IES LM 83-12 στον οποίο προτείνονται δύο δείκτες εκτίμησης του φυσικού φωτισμού:
α) η χωρική αυτονομία φωτισμού sDA300lx/50% η οποία ορίζεται ως το ποσοστό του χώρου (επιφάνεια εργασίας) στο οποίο οι τιμές φωτισμού είναι μεγαλύτερες από 300 lx στο 50% του χρόνου λειτουργίας σε ετήσια βάση (ωράριο 8:00-16:00)(χΑΦ), και
β) η ετήσια έκθεση σε ηλιακό φωτισμό ASE1000 lx/250 h . Δηλ. άμεσος ηλιακός φωτισμός(>=1000 lx) όχι περισσότερο από 250 ώρες σε ετήσια βάση σε ποσοστό μικρότερο από το 7% της επιφάνειας εργασίας.
Η μεθοδολογία υπολογισμού των προαναφερθέντων δεικτών του IES LM 83-12 είναι υπολογιστικά απαιτητική και προϋποθέτει την λειτουργία κάποιου συστήματος σκίασης. Αυτό το σύστημα ενεργοποιείται στην περίπτωση που ένα ποσοστό> 2% των σημείων υπολογισμού στην επιφάνεια εργασίας λαμβάνει άμεσο ηλιακό φωτισμό > 1000 lx.
Στο ίδιο πνεύμα , δηλ. της υιοθέτησης δυναμικών κριτηρίων για την εκτίμηση του φυσικού φωτισμού κινείται και το ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΝ 17037“Daylight in buildings” που δημοσιεύθηκε στα τέλη του 2018 μετά από ένα πολυετές διάστημα συζητήσεων.
Το συγκεκριμένο πρότυπο προσπαθεί να γεφυρώσει τις δύο προσεγγίσεις δηλ. την εκτίμηση του φυσικού φωτισμού(ΦΦ) με χρήση ενός στατικού δείκτη (ΠΦΦ) και την εκτίμηση μέσω της χρήσης ενός δυναμικού δείκτη (χΦΑ). Προτείνονται δε μια σειρά κριτηρίων που επιτρέπουν την αξιολόγηση των βασικών παραμέτρων που σχετίζονται με το φυσικό φως. Τα κριτήρια είναι: α) η επάρκεια σε φυσικό φως, β) η θέα, γ) η έκθεση σε ηλιακό φως και δ) η προστασία από την θάμβωση. Για κάθε ένα από αυτά τα κριτήρια, το πρότυπο καθορίζει τρείς κατηγορίες απόδοσης: ελάχιστη, μεσαία και υψηλή.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το περιοδικό γίνετε συνδρομητές.