Τα μήκη κύματος 200-280 nm αναφέρονται και ως μικροβιοκτόνος υπεριώδης ακτινοβολία (Germicidal Ultraviolet Radiation, GUV), καθώς φέρουν ενέργεια ικανή να βλάψει το γενετικό υλικό μικροοργανισμών, και χρησιμοποιούνται εκτεταμένα από τις αρχές του 20ου αιώνα για την απολύμανση χώρων, επιφανειών και νερού. Η GUV ανήκει στη UV-C περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (100-280 nm), η οποία μαζί με τη UV-B (280-315/320 nm) και τη UV-A (315/320-380/400 nm) συγκροτεί τo φάσμα της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVR). Η ηλιακή υπεριώδης ακτινοβολία είναι η μόνη φυσική πηγή UVR στην οποία εκτίθεται ο άνθρωπος. Η UV-C ακτινοβολία, ωστόσο, απορροφάται από το στρώμα του όζοντος στην ατμόσφαιρα και δεν φτάνει στην επιφάνεια της Γης. Η κύρια τεχνητή πηγή υπεριώδους ακτινοβολίας ήταν παραδοσιακά οι λαμπτήρες υδραργύρου (254 nm). Υπεριώδης ακτινοβολία, και μάλιστα UV-C ακτινοβολία, παράγεται επίσης κατά την οξυγονοκόλληση. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί δίοδοι εκπομπής φωτός (Light Emitting Diodes, LEDs) και στην υπεριώδη περιοχή (260-280 nm). Υπό το βάρος της πρόσφατης πανδημίας, δόθηκε τα τελευταία δύο χρόνια μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη νέων λαμπτήρων διμερών με εκπομπή σε ακόμη χαμηλότερα μήκη κύματος UV-C ακτινοβολίας (222 nm) (Bergman 2021). Επιπλέον κυκλοφορούν στην αγορά διάφορα φορητά συστήματα απολύμανσης με UV-C ακτινοβολία.
Η πρόσφατη πανδημία εξαιτίας του ιού SARS-CoV-2, δημιούργησε τεράστια ανάγκη παγκοσμίως για απολύμανση. Εξαιτίας αυτής της ανάγκης η αγορά κατακλύστηκε και από φορητά συστήματα εκπομπής UV-C ακτινοβολίας για απολύμανση, οικιακής χρήσης. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η ζήτηση, η χρήση και μάλλον η κατάχρηση των συστημάτων αυτών ώστε το σύνολο των αρμόδιων διεθνών οργανισμών (CIE 2020) (ICNIRP 2020) (WHO Myth busters on COVID-19) αλλά και πολλoί εθνικοί αρμόδιοι φορείς (FDA) (ARPANSA 2020) (EEAE 2020) (Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, ΥΕΠΚΑ Κύπρος 2020) (National Environment Agency, Singapore) εξέδωσαν οδηγίες ορθής χρήσης, πιθανών κινδύνων και αμφίβολης απόδοσης, όσον αφορά τη δράση κατά του SARS-CoV-2, των φορητών αυτών συστημάτων απολύμανσης. Μάλιστα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η CIE τόνισαν ότι οι λάμπες UV-C δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για απολύμανση των χεριών ή άλλων μερών του ανθρώπινου σώματος. Έλεγχοι αγοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο (Khazova et al. 2021) και την Ελβετία (FOPH 2021) έδειξαν ότι πολλά από τα φορητά συστήματα εκπομπής UV-C ακτινοβολίας για απολύμανση είτε δεν εκπέμπουν ικανή ακτινοβολία για απολύμανση είτε αποτελούν πιθανή πηγή κινδύνου για τους χρήστες.
Η υπεριώδης ακτινοβολία έχει χαρακτηριστεί ως καρκινογενής από τη Διεθνή Επιτροπή για την Έρευνα στον Καρκίνο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (IARC 2012). Η έκθεση στη UV-C ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει ερύθημα ή/και έγκαυμα στο δέρμα και διάφορες οφθαλμικές βλάβες οι οποίες, μολονότι μπορεί να είναι επώδυνες, συνήθως είναι παροδικές. Επιπλέον, μήκη κύματος μικρότερα από 240 nm προκαλούν την παραγωγή όζοντος, το οποίο έχει επιπτώσεις στο αναπνευστικό σύστημα. Τα δεδομένα σχετικά με τις επιδράσεις της UV-C ακτινοβολίας προέρχονται κατά κανόνα από περιπτώσεις ατυχημάτων (π.χ. κατά την αντικατάσταση λαμπτήρων).
Για να διαβάσετε ολόκληρο το περιοδικό γίνετε συνδρομητές.