Η δειγματοληψία έχει ιδιαίτερη σημασία όταν απαιτείται να εκτιμήσει κανείς την αβεβαιότητα της μέτρησης, όπου θα πρέπει να συνυπολογίζει και τυχόν αβεβαιότητα λόγω δειγματοληψίας (ASTM 2012a). Η αβεβαιότητα δειγματοληψίας ορίζεται ως το μέρος εκείνο της συνολικής αβεβαιότητας της μέτρησης που οφείλεται στη δειγματοληψία. Οι βασικές αρχές και οι διαδικασίες για την εκτίμηση της αβεβαιότητας των μετρήσεων που προκύπτουν από τη δειγματοληψία περιγράφονται στην Οδηγία που δημοσιεύθηκε από τη Eurachem (2007), καθώς και στο Εγχειρίδιο της Nordtest (2007). Υπάρχουν δύο γενικές προσεγγίσεις-μέθοδοι για την εκτίμηση της αβεβαιότητας, η μέθοδος της μοντελοποίησης και η εμπειρική μέθοδος (Ramsey 1998, Ramsey 2004, Lynetal. 2007). Μία από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες εμπειρικές μεθόδους είναι η μέθοδος των εις διπλούν μετρήσεων βάσει ενός ισορροπημένου πειραματικού σχεδίου. Αυτή η μέθοδος περιλαμβάνει τη λήψη διπλών δειγμάτων από τους στόχους της δειγματοληψίας εφαρμόζοντας το ίδιο πρωτόκολλο δειγματοληψίας και την ανάλυση των δειγμάτων εις διπλούν υπό συνθήκες επαναληψιμότητας. Μετά από κατάλληλη στατιστική επεξεργασία των παραγόμενων δεδομένων είναι δυνατό να εκτιμηθεί η αβεβαιότητα της δειγματοληψίας. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιάσει και να συγκρίνει τρεις στατιστικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της αβεβαιότητας που οφείλεται στη δειγματοληψία των καυσίμων από πρατήρια, χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα αναλύσεων από εις διπλούν δειγματοληψίες.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο γίνετε συνδρομητές και ζητήστε μας κωδικό πρόσβασης.
Πατήστε εδώ ...