Το πρόβλημα της κατανάλωσης ενέργειας για την εξυπηρέτηση κτιρίων παραμένει ένα πολυσύνθετο τεχνικό και οικονομικό πρόβλημα. Σε όλο το διάστημα της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, από το 1994 ως το 2005, η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια κατοικιών, τα κτίρια γραφείων και τα δημόσια κτίρια εν γένει άγγιξε ρυθμούς της τάξης του 4% ετησίως, ακυρώνοντας ουσιαστικά τα αποτελέσματα των όποιων μέτρων εξοικονόμησης εφαρμόστηκαν στη δεκαετία του 1980 λόγω της πετρελαϊκής κρίσης. Έτσι, το 1980 τα κτίρια στην Ελλάδα απορροφούσαν το 22% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης, ποσοστό που ως το 2005 είχε αυξηθεί στο 29,8%. Χρειάστηκε να διπλασιαστεί η τιμή του πετρελαίου και να υποδιπλασιαστεί το διαθέσιμο εισόδημα στο διάστημα 2009 -2012, για να γίνει αντιληπτή η αναγκαιότητα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων. Τα κτίρια αποτελούν επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, με υψηλό αρχικό κόστος και με μεγάλη διάρκεια ζωής.
Εάν σε όλα αυτά συνυπολογίσει κανείς και το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και την απαίτηση αυτού για επίτευξη των στόχων 20-20-20 μέχρι το 2020 (μείωση κατά 20% της κατανάλωσης ενέργειας, κάλυψη ποσοστού 20% των ενεργειακών αναγκών από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και μείωση κατά 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) τότε είναι προφανές ότι οι δράσεις για ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο γίνετε συνδρομητές και ζητήστε μας κωδικό πρόσβασης.